σκροφουλαρία

σκροφουλαρία
η, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σκροφουλαριίδες τής τάξης σκροφουλαριώδη, με 250 περίπου είδη, από τα οποία στην Ελλάδα απαντούν αυτοφυή 12 και μερικά έχουν χρησιμοποιηθεί παλαιότερα για την θεραπεία τής χειράδωσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. scrophularia < λατ. scrophula / scrofula (πρβλ. σκρόφουλα), λόγω τής χρησιμοποίησης αυτών τών φυτών στην θεραπεία τής σκρόφουλας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκροφουλαριίδες — (Scrophulariaceae). Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών τα περισσότερα από τα οποία είναι ποώδη. Βρίσκονται στους τροπικούς έως τις εύκρατες περιοχές, αλλά τα περισσότερα είδη, γύρω στις 3000, ευδοκιμούν στις ορεινές ζώνες με κλίμα εύκρατο αλλά ψυχρό …   Dictionary of Greek

  • σκροφουλαριώδη — τα, Ν Βοτ. μεγάλη τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών με 18 οικογένειες, 870 περίπου γένη και 11.800 περίπου είδη, η οποία παρουσιάζει μεγάλο οικονομικό ενδιαφέρον γιατί περιλαμβάνει είδη που καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά, όπως είναι η βερόνικα,… …   Dictionary of Greek

  • χοιράδιο — το, Ν βοτ. παλαιότερη λόγια ονομασία τού φυτού σκροφουλαρία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”