- σκροφουλαρία
- η, Νβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σκροφουλαριίδες τής τάξης σκροφουλαριώδη, με 250 περίπου είδη, από τα οποία στην Ελλάδα απαντούν αυτοφυή 12 και μερικά έχουν χρησιμοποιηθεί παλαιότερα για την θεραπεία τής χειράδωσης.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. scrophularia < λατ. scrophula / scrofula (πρβλ. σκρόφουλα), λόγω τής χρησιμοποίησης αυτών τών φυτών στην θεραπεία τής σκρόφουλας].
Dictionary of Greek. 2013.